dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εκρηκτική ύλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sprengstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκρηκτική ύλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sprengkörper
Ⓦ
Ⓖ
…